εὐημερία

εὐημερία
εὐημερ-ία, [dialect] Dor. [full] εὐᾱμερία, ,
A fine weather,

εὐημερίας οὔσης X.HG2.4.2

;

γενομένης Arist.HA569b10

: pl., ib.542b28.
II prosperity, health and wealth, E.El.197 (lyr.); ἡ ἐκτὸς εὐ. Arist.EN1178b33; happiness, Pherecr.213; joy of living, ἐνούσης τινὸς εὐ. ἐν [τῷ ζῆν] Arist.Pol. 1278b29; personified, Εὐ. Alex.161, Schwyzer462 A6 (Tanagra, iii B.C.); -ίας ἡμέραν ἐπιτελεῖν to keep a day of rejoicing, Alciphr.1.21; good living, Phld.Acad.Ind.p.59 M., al.: pl., ἁδραὶ εὐ. PRyl. 233.16 (ii A.D.).
2 thriving condition, healthiness,

τοῦ σώματος Arist.HA543b26

; πρὸς εὐ. καὶ πρὸς ὑγίειαν with a view to . . , Id.Oec.1345a26.
3 honour and glory, Pi.I.1.40; piece of good luck, Cic.Att.9.13.1, Plu.2.498c; military success, Plb.7.9.10; εὐ. ἐμπορικαί success in trade, Hippod. ap. Stob.4.1.94; of virtuosi, ἡ παρὰ τοῖς θεάτροις εὐ. Ath.14.631f.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐημερία — εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίᾳ — εὐημερίαι , εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… …   Dictionary of Greek

  • ευημερία — η οικονομική άνεση, καλοπέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐημερίας — εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem acc pl εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαι — εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαν — εὐημερίᾱν , εὐημερία fine weather fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημεριῶν — εὐημερία fine weather fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαις — εὐημερία fine weather fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”